μεταψυχικός

μεταψυχικός
-ή, -ό
1. σχετικός με ψυχικά φαινόμενα που υπερβαίνουν την κοινή ψυχολογία και δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί επιστημονικά
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταψυχική
η μελέτη τών μεταψυχικών φαινομένων αλλ. παραψυχολογία, μεταψυχολογία
3. φρ. «μεταψυχικό άτομο» — το μέσον, το μέντιουμ.
επίρρ...
μεταψυχικά
με μεταψυχικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”